Dicts.info 

Greek vocabulary

Learn English to Greek vocabulary : Adjective




Index > Adjective

acid όξινος
after μετά
ago πριν
all όλο
any κατά βούληση
automatic αυτόματο
available διαθέσιμος
bitter πικρός
boring ανιαρός
both οι δύο
bright ανοιχτός
broken σπασμένος
central κεντρικός
certain βέβαιος
cheap φτηνός
chemical χημικός
clear ξάστερος
closed κλειστός
color χρωματισμός
common κοινός
common κοινός
complete πλήρης
conscious συνειδητός
cruel βάρβαρος
current παρών
dangerous επικίνδυνος
delicate απαλός
deplorable λυπημένος
different διαφορετικός
different διαφορετικός
different ανόμοιος
down κάτω
dry ξηρός
each κάθε
early νωρίς
easy εύκολος
economic οικονομικός
economic οικονομικός
electric ηλεκτρικός
equal ίσος
even τώρα
even ίσος
every κάθε
excellent έξοχος
fake πλαστός
false λάθος
far μακριά
fat παχύς
fat λιπαρός
few λίγοι
final τελειωτικός
financial οικονομικός
firm σταθερός
first πρώτα
fixed αναγραφόμενος
flat επίπεδος
following εξής
foreign ξένος
former προηγούμενος
fragile ευαίσθητος
free δωρεάν
frequent συχνός
fresh δροσερός
front μπροστινός
full γεμάτος
full όλος, ολόκληρος
further μακρύτερα
future μέλλων
general γενικός
good καλός
industrial βιομηχανικός
interesting ενδιαφέρων
international διεθνής
last τελευταίος
late αργός
legal νόμιμος
light διαιτητικός
liquid ρευστός
local τοπικός
loud δυνατός, ηχηρός
low χαμηλός
lucky τυχερός
main κύριος
major κυριότερος
many πολλοί
metal μεταλλικός
military στρατιωτικός
minute μικροσκοπικός
modern μοντέρνος
more περισσότερο
much πολύς
narrow στενός
national εθνικός
natural φυσικός
necessary απαραίτητος
next επόμενος % επόμενη % επόμενο
no κανένας % καμιά % κανένα
normal κανονικός
off σβησμένος
on ανοιχτός
opposite αντίθετος
original πρωτότυπος
other άλλος
own δικός
parallel παράλληλος
particular ιδιαίτερος
past περασμένος
personal προσωπικός
physical σωματικός
political πολιτικός
poor οικτρός
popular δημοφιλής
possible δυνατός
present παρών
previous προηγούμενος
private ιδιωτικός
probable πιθανός
professional επαγγελματικός
public δημόσιος
quiet ήσυχος
ready έτοιμος
recent πρόσφατος
regular κανονικός
responsible υπεύθυνος
rigid άκαμπτος
rough άξεστος
round στρογγυλός % στρόγγυλος
safe ασφαλής
same ίδιος
second δεύτερος
secret μυστικός
separate χωριστός
serious σοβαρός
set καθορισμένος
several αρκετοί
short κοντός
silent ήσυχος
silver ασημένιος
simple απλός
single μονός
small μικρός
smooth λείος
social κοινωνικός
solid στερεός
sparse αραιός
special ειδικός, εξαιρετικός
specific ειδικός
square τετράγωνος
squeamish ευαίσθητος
standard κανονικός
sticky κολλώδης
straight ίσιος
strange παράξενος
stylish κομψός
sudden ξαφνικός
sweet γλυκός
tall ψηλός
thick πυκνός
thin λεπτός
tight στενός
true αλήθινος
ugly άσχημος
under κάτω από
unusual ασυνήθιστος
used μεταχειρισμένος
useful χρήσιμος, ωφέλιμος
usual συνηθισμένος
usual κοινός
various ποικίλος
warm ζεστός
wet βρεγμένος
whole ολόκληρος
wide φαρδύς

Learn topic "adjective" with flashcards  |  Test topic "adjective" in vocabulary trainer  |  Learn Greek

Privacy policy   Disclaimer   Terms of use  
Copyright © 2003-2024 Dicts.info.