Dicts.info 

Greek Loanwords dictionary :: translations



   Index > Greek Loanwords

Acoustics Ακουστική
Aesthetics Αισθητική
Agape Αγάπες
Anatomy Ανατομία
Anthropology Ανθρωπολογία
Antibiotic Αντιβιoτικό
Antlia Αντλία (αστερισμός)
Apocrypha Απόκρυφα
Archaeopteryx Αρχαιοπτέρυξ
Archipelago Αρχιπέλαγος
Arctic Αρκτική
Armageddon Αρμαγεδδών
Atom Άτομο
Axiom Αξίωμα
Barbarian Βάρβαροι
Bible Αγία Γραφή
Boustrophedon Βουστροφηδόν
Calligraphy Καλλιγραφία
Cetus Κήτος (αστερισμός)
Chameleon Χαμαιλέοντας
Chamomile Χαμομήλι
Chrism Άγιο Μύρο
Chronology Χρονογραφία
Chthonic Χθόνιοι θεοί
Climate Κλίμα
Cryptanalysis Κρυπτανάλυση
Cynic Κυνικοί φιλόσοφοι
Democracy Δημοκρατία
Diameter Διάμετρος
Diamond Διαμάντι
Dinosaur Δεινοσαυρίδες
Dithyramb Διθύραμβος
Dogma Δόγμα
Dolphin Δελφίνι
Dragon Δράκοντας
Echinoderm Εχινόδερμα
Ecology Οικολογία
Economics Οικονομικά
Ecstasy (emotion) Έκσταση
Electron Ηλεκτρόνιο
Embryo Έμβρυο
Encyclopedia Εγκυκλοπαίδεια
Energy Ενέργεια
Entropy Εντροπία
Epic Poetry Έπος
Epilepsy Επιληψία
Epiphany (Christian) Θεοφάνια
Epistemology Γνωσιολογία
Eschatology Εσχατολογία
Ethics Ηθική
Etymology Ετυμολογία
Eucharist Θεία Ευχαριστία
Galley Γαλέα
Genetics Γενετική
Geodesy Γεωδαισία
Giant (mythology) Γίγαντας (μυθολογία)
Glossolalia Γλωσσολαλιά
Grammar Γραμματική
Harmony Αρμονία (μουσική)
Hero Ήρωας
Hierarchy Ιεραρχία
Hippopotamus Ιπποπόταμος
Histology Ιστολογία
Hormone Ορμόνη
Hydraulics Υδραυλική
Hydrosphere Υδρόσφαιρα
Hysteria Υστερία
Kaleidoscope Καλειδοσκόπιο
Lexicography Λεξικογραφία
Lion Λιοντάρι
Logic Λογική
Mania Μανία
Marble Μάρμαρο
Mathematics Μαθηματικά
Mechanics Μηχανική (φυσική)
Mentor Μέντωρ (μυθολογία)
Mesolithic Μεσολιθική περίοδος
Meteorology Μετεωρολογία
Monarchy Μοναρχία
Monk Μοναχός
Morpheme Μόρφημα
Museum Μουσείο
Music Μουσική
Mythology Μυθολογία
Neolithic Νεολιθική περίοδος
Neurology Νευρολογία
Oceanography Ωκεανογραφία
Octopus Χταπόδι
Oligarchy Ολιγαρχία
Optics Οπτική
Organization Οργανισμός
Orgasm Οργασμός
Orthodoxy Ορθοδοξία
Paean Παιάνας
Paleolithic Παλαιολιθική περίοδος
Pasta Ζυμαρικό
Patriarch Πατριάρχης
Phenomenology Φαινομενολογία
Pheromone Φερομόνη
Philadelphia Φιλαδέλφεια (ΗΠΑ)
Philology Φιλολογία
Phobia Φοβία
Phonograph Φωνόγραφος
Phonology Φωνολογία
Photography Φωτογραφία
Piracy Πειρατεία
Plastic Πλαστικό
Poetry Ποίηση
Polymath Homo Universalis
Presbyter Πρεσβύτερος
Prophet Προφήτης
Prostate Προστάτης
Proton Πρωτόνιο
Psychology Ψυχολογία
Pyrite Σιδηροπυρίτης
Quince Κυδωνιά
Rhetoric Ρητορική
Rhinoceros Ρινόκερος
Rhombus Ρόμβος
Schema Σχήμα
Schizophrenia Σχιζοφρένεια
Scholasticism Σχολαστικισμός
School Σχολείο
Scorpion Σκορπιός (αρθρόποδο)
Semantics Σημασιολογία
Symbol Σύμβολο
Syntax Σύνταξη
Syzygy Συζυγία (αστρονομία)
Taxonomy Ταξινομία
Theology Θεολογία
Theory Θεωρία
Thermodynamics Θερμοδυναμική
Theurgy Θεουργία
Xylophone Ξυλόφωνο
Zoology Ζωολογία

Dictionary of Greek Loanwords in other languages:

Display all available dictionaries (over 450 dictionaries)


Privacy policy   Disclaimer   Terms of use  
Copyright © 2003-2024 Dicts.info.